- αναπρωρίζω
- και αναπλωρίζω και αναπρωρώ (-έω)1. πλέω ανάπρωρα, αντίθετα προς την κατεύθυνση τού ανέμου2. στρέφω το πλοίο έτσι ώστε η πλώρη του να είναι αντίθετα προς τον άνεμο3. (για πλοίο) στέκομαι ή παίρνω στάση ώστε η πλώρη να είναι αντίθετα προς τη διεύθυνση τού ανέμου ή τού θαλάσσιου ρεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάπρωρος, ανάπλωρος.ΠΑΡ. αναπλώρισμα, αναπρώρηση, αναπρωρισμός].
Dictionary of Greek. 2013.